- αβδηριτισμός
- ο придурковатость, глупость
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αβδηριτισμός — To να σκέφτεται ή να ενεργεί κάποιος σαν τους Αβδηρίτες. Οι αρχαίοι Έλληνες ονόμαζαν αβδηρίτες τους άκριτους, τους ματαιόδοξους. Η λέξη προερχόταν από τους κατοίκους των Αβδήρων, τους οποίους οι Έλληνες των άλλων περιοχών θεωρούσαν κενόδοξους και … Dictionary of Greek
αβδηριτισμός — ο ανοησία, μωρία: Αυτά που προτείνεις είναι αβδηριτισμοί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)